- κανατάς
- ο1) гончар; 2) продавец гончарных изделий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κανατάς — ο ο κατασκευαστής ή πωλητής κανατιών: Ο γείτονάς μου είναι κανατάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανατάς — ο, θηλ. κανατού [κανάτι] κατασκευαστής ή πωλητής κανατιών, αγγειοπλάστης, αγγειοπώλης, σταμνάς, τσουκαλάς … Dictionary of Greek
Κανατάς, Ανδρέας — Αγωνιστής του 1821 από την Αίγινα. Σκοτώθηκε ενώ πολεμούσε γενναία (τον Ιανουάριο του 1822) στην πολιορκία της Ακρόπολης … Dictionary of Greek
Κανάτας, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821. Έλαβε μέρος στις πολιορκίες του Μεσολογγίου. Χρησιμοποιήθηκε ως αγγελιαφόρος των πολιορκημένων προς τα ελληνικά σώματα που βρίσκονταν στην Ακαρνανία. Ο ίδιος έφερε την είδηση της Εξόδου στον Καραϊσκάκη και μετέφερε την… … Dictionary of Greek
Stefanos Linaios — Στέφανος Ληναίος Born August 1928 Messini Occupation Actor Stefanos Linaios (Greek: Στέφανος Ληναίος), born Dionysios Mytilinaios (Διονύσιος Μυτιληναίος) in August 1928 in Messini, Messinia, Greece), is a Greek actor, writer, director, and… … Wikipedia
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… … Dictionary of Greek
μισσούρι(ο)ν — μισσούρι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. είδος βαθιού πιάτου ή κανάτας για το κρασί 2. μέτρο χωρητικότητας υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missorium «πιάτο» < μσν. λατ. mensorium «δοχείο»] … Dictionary of Greek
πιάσμα — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιάνω και πιάνομαι, το πιάσιμο 2. (για δοχεία) η λαβή, το χερούλι («έσπασε το πιάσμα τής κανάτας») 3. το μέσο που χρησιμοποιεί κάποιος για να λάβει, να πιάσει κάτι, η πιάστρα («κατεβάζω το τσουκάλι από τη … Dictionary of Greek
χερούλι — το, Ν 1. λαβή σκεύους, εργαλείου ή άλλου αντικειμένου (α. «το χερούλι τής κανάτας» β. «το χερούλι τής πόρτας») 2. τρυφερό, αγαπημένο χέρι («πέτα, περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + υποκορ. κατάλ. ούλι… … Dictionary of Greek